Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
Κουίζ!
Σε ποια περίσταση βγαίνουν στα παράθυρα ο Χρήστος Λούλης και διάφοροι Πακιστανοί-Ινδοί-Κινέζοι κλπ. και σου χαμογελούν χειροκροτώντας, χωρίς να διαμαρτύρονται καθόλου που περνάς κάτω από τα μπαλκόνια τους νυχτιάτικα και φωνάζεις-σφυράς-παίζεις μουσική;
Πολύ βοήθησα... Περιμένω απαντήσεις... Οι παρευρικόμενοι παρακαλώ να μην απαντήσουν! :)
Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010
Η Ιστορία των Δύο (Τέταρτο μέρος-Δημοσθένης)
Στο ασανσέρ έφερε στο μυαλό του τον Πέτρο-Νίκο και εστίασε τη σκέψη του στα μάτια του για ακόμα μια φορά… Αυτά τα μεγάλα μαύρα μάτια τού είχαν κάνει φοβερή εντύπωση την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει και του το είχε κιόλας εξομολογηθεί. Με τον καιρό, η συνήθεια ανάγκασε αυτή την πρώτη εντύπωση να ξεθωριάσει, χωρίς όμως να την αποτρέψει να κάνει την εμφάνισή της μέσα στο ανεπαρκώς φωτισμένο ασανσέρ. Τώρα πια, όμως, ήξερε γιατί είχε εντυπωσιαστεί: αυτό το μαύρο βλέμμα το ήξερε από παλιά. Σίγουρα από παλιά…
- Επιτέλους, ήρθες! Άργησες... Σου είπα να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς!
- Τι συμβαίνει, ρε Πέτρο; Γιατί τέτοια βιασύνη;
- Πες μου, τι είπες στην αστυνομία;
- Πώς ξέρεις ότι μίλησα στους μπάτσους;
- Εσύ μου το είπες. Δεν θυμάσαι;
- Το μυαλό μου είναι κομμάτια αυτή τη στιγμή… Ούτε που θυμάμαι τι είπα και τι έκανα σήμερα…
- Πες μου!
- Για μισό λεπτό… δεν θα έπρεπε να ‘ναι αυτή η πρώτη σου ερώτηση, έτσι δεν είναι;
- Αλλά;
- Ξέρεις ποιος δολοφονήθηκε;
- Φυσικά και ξέρω… Ποτέ δεν χτυπάω στα τυφλά.
- Με τρομάζεις. Γιατί με κοιτάς έτσι;
- Τρομάζεις τόσο εύκολα, Φίλιππε; Δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής.
- Τι εννοείς; Πες μου ποιος είσαι, πού να σε πάρει ο διάολος; Ποιος είσαι;
- Είμαι ο Πέτρος.
- Και το Νίκος που άκουσα στο τηλέφωνο τι είναι; Το χαϊδευτικό σου;
- Με κάνεις και γελάω. Το χιούμορ σου το εκτίμησα από την πρώτη στιγμή. Αυτό είχε εκτιμήσει και η Μαίρη όταν της την είχες πέσει. Το θυμάσαι πώς είχε συμβεί;
- Τι ξέρεις εσύ για τη Μαίρη, ρε;
- Να σου το θυμίσω εγώ.
- Πού την ξέρεις τη Μαίρη; Σε ρωτάω!
- Διπλανά έδρανα, εξετάσεις στο πρώτο έτος… Ποτέ δεν ήσουν καλός φοιτητής, Φίλιππε… Σωστά; Παίρνεις την κόλα της να αντιγράψεις και της την επιστρέφεις με το τηλεφωνάκι σου γραμμένο πάνω… στην τελευταία σελίδα… αν θυμάμαι καλά. Γι’ αυτό το τελευταίο δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Θυμάμαι, όμως, το μήνυμά σου. «Μπορεί να είμαι σκράπας στη Φυσική, αλλά ξέρω καλό τάβλι. Στις 2 στο καφέ στο ισόγειο».
Χειροκροτήματα.
- Μπράβο! Είσαι καλά πληροφορημένος. Ώστε γνωρίζεις τη Μαίρη. Μπορώ να μάθω από πού;
- Δεν νομίζω ότι είναι η ώρα.
- Μπα; Και πότε θα ‘ναι η ώρα δηλαδή;
- Πολλά ρωτάς.
Ο Πέτρος έδειχνε προβληματισμένος αλλά γρήγορα αποφάσισε τι έπρεπε να κάνει. Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε το όπλο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και πυροβόλησε. Χαμηλά… στα πόδια του. Η κραυγή που έβγαλε ο καημένος ο Φίλιππος ήταν το μόνο που ακούστηκε μες στην νεκρική σιγή της νύχτας.
- Κάτι που πρέπει να ξέρεις για το Νίκο είναι ότι δεν του αρέσουν οι πολλές ερωτήσεις.
Επέστρεψε το όπλο στην τσέπη του και ατάραχος τον πλησίασε και τον βοήθησε να σηκωθεί χωρίς να πτοείται από τις γεμάτες πόνο φωνές του που του έσκιζαν το τύμπανο. Το έμπειρο μάτι του κατάλαβε ότι το τραύμα στο μηρό του ήταν απλά επιφανειακό, τίποτα ανησυχητικό. Τον έσυρε μέχρι το διπλανό δωμάτιο, στην κρεβατοκάμαρα, και τον πέταξε στο πάτωμα. Το πρόσωπο του Φίλιππου συσπαζόταν από τον πόνο και τα χέρια του, με τις φλέβες πεταγμένες, έπιαναν τον αριστερό του μηρό και προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία. «Γιατί…;» φώναξε, αλλά για απάντηση πήρε μόνο το δυνατό θόρυβο από το κλείσιμο της πόρτας και τον ήχο του κλειδιού που περιστρεφόταν γρήγορα στην κλειδαριά που το υποδέχτηκε. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν θύμιζε σε τίποτα αυτή που θυμόταν. Τώρα ήταν διαφορετική, έμοιαζε θωρακισμένη και αδιαπέραστη…
«Γιατί» κλαψούρισε σχεδόν.
«Σκάσε». Απαντήθηκε ξανά το ερώτημά του. Αυτή τη φορά από μια γνώριμη φωνή. Διαφορετική. Φωνή που ερχόταν κι αυτή απ’ τα παλιά.
Η Ιστορία των Δύο (Τρίτο μέρος-Ζερο Ποϊντ)
Στο διάδρομο του αστυνομικού τμήματος υπήρχε μια ανακατωσούρα. Βλέπεις δεν βρίσκουν κάθε μέρα ένα μαχαιρωμένο πτώμα ενός νεαρού στο χαντάκι ενός επαρχιακού δρόμου. Κάτι τέτοια γεγονότα είναι που δίνουν νόημα στην άχαρη ζωή της ξεχασμένης υπαίθρου. Ο Φίλιππος ήταν, όμως, τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ούτε καν τον αστυνομικό που στεκόταν πεισματικά πάνω από το κεφάλι του και του έκανε επίμονα μια ερώτηση.
Ο Αποστόλης, η εφηβική του καύλα, διέγραψε με τρόπο καθοριστικό τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Αν κάθε άνθρωπος δημιουργεί σενάρια κατά τη παιδική και πρώιμη εφηβική του ηλικία, σενάρια που βασίζονται θεμελιακά πάνω στην οικογένεια και το ρόλο της, τότε ο Αποστόλης είχε μια κεντρική θέση στο κινηματογραφικό σχεδόν σενάριο του βίου του Φιλίππου. Οι άνθρωποι που ερωτεύονται βαριά μπορεί να είναι επί της ουσίας ανώριμοι, ανίκανοι να ελέγξουν τα ζωώδη τους ένστικτα, καθώς και τις ίδιες τους τις επιθυμίες, αλλά στη τελική ζούνε μεγάλες στιγμές. Εξάλλου ποιο αξιομνημόνευτο λογοτέχνημα εξήρε ποτέ τον αδιάφορο και κοινότυπο έρωτα; Μπορεί, βέβαια, να πει κανείς πως η θύμηση ενός ανεκπλήρωτου αισθήματος μας καταδιώκει πολλές φορές μέχρι και τα βαθιά γεράματα, είναι το μυστικό που μας συνοδεύει μέχρι τη τελευταία κουβέντα πάνω στο νεκροκρέβατο, μυστικό που σπανίως ομολογούμε ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Φίλιππος, όμως, δεν άνηκε σε αυτή τη κατηγορία ανθρώπων. Είχε πάντοτε ξεκάθαρο το αίσθημα της ευθύνης, τουλάχιστον κατά μία επιφανειακή έννοια, παρότι ποτέ δεν είχε καταφέρει να εκμυστηρευτεί στη Μαίρη το μεγάλο του μυστικό. Είναι άσχημο να φέρεις ένα τέτοιο βάρος, τόσο πολύ που κάθε βράδυ η ταχυπαλμία γίνεται φίλος καρδιακός και ο κρύος ιδρώτας που σε λούζει σε κάνει να θες να μπεις κάτω από ένα ντους και να μη βγεις ποτέ.
Ο τοίχος απέναντι ήταν άβαφτος εδώ και πολύ καιρό. Μια μαύρη στάμπα είχε σχηματιστεί λίγο πάνω από το σοβατεπί, μάλλον από κάποιο στοιχείο του κοινού ποινικού δικαίου, δείγμα εμφανές ότι κάποιος χτύπαγε με αγωνία το πόδι του στον τοίχο. Τέτοια αγωνία είχε και ο Φίλιππος όταν σε εκείνες της εφηβικές διακοπές είδε για πρώτη φορά τον Αποστόλη γυμνό να πλένεται στη ντουζιέρα του φθηνού ενοικιαζόμενου στα Κύθηρα. Αψεγάδιαστο σώμα και ελαφριά τριχοφυΐα στο στέρνο, χέρια στιβαρά και γραμμωμένα μπράτσα από την ενασχόληση με το ακόντιο. Το γνώριζε πως ο τύπος τον είχε καταλάβει, και όσο και να μη το παραδεχόταν του άρεσε να προκαλεί ένα παιδαρέλι που ερεθιζόταν και μόνο στο άκουσμα της φωνής του. Το βλέμμα εκείνο όταν τον είδε να κοιτάει από τη πόρτα του μπάνιου σήμαινε πρωτίστως ότι είχε αντιληφθεί εμφανώς τη παρουσία του, τρίβοντας λίγο την εφηβική του περιοχή γύρισε πλάτη και συνέχισε να πλένεται με το κρύο νερό που είχε τσιτώσει το δέρμα του, κάνοντας κάθε μυ να διαγραφεί, όπως ακριβώς στα γυμνά χάλκινα αγάλματα της αρχαιότητας. Ο Φίλιππος χωρίς ανάσα να στέκεται να κοιτάζει, σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, που τα ερωτικά κύματα κατέκλυαν των πέντε τετραγωνικών μπάνιο, να περιμένει να ακούσει μια κουβέντα, ένα κάλεσμα.
«Είστε καλά;», φώναζε ο αστυνομικός και τον σκουντούσε επίμονα πλέον, αφού ο Φίλιππος φαινόταν χαμένος μέσα στις σκέψεις του. Ευτυχώς που το να βλέπεις ένα νεκρό άνθρωπο, πόσο μάλλον δε έναν μαχαιρωμένο, δικαιολογεί μια κάποια αμηχανία. Με αυτό τον απότομο τρόπο, οι σκέψεις ολόκληρης της εφηβικής του ηλικίας διακόπηκαν βίαια. «Ναι, μια χαρά είμαι», αποκρίθηκε, «μπορώ να φύγω;». Ο αστυνομικός τον κοίταξε δύσπιστα σαν να μη τον πολύ-πίστευε και συμπλήρωσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, «Βεβαίως, απλά συμπληρώστε πρώτα αυτή τη φόρμα επικοινωνίας, ώστε να μπορούμε να σας βρούμε εάν το θελήσουμε». Σε λίγα λεπτά ήταν έξω από το τμήμα. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει, μα η απορία του που μπορεί να είναι ο Πέτρος τον βάρυνε ακόμη αφάνταστα. Το τηλέφωνο που τον είχε καλέσει τελικά δεν ήταν του Πέτρου, αλλά ενός αγνώστου, και αυτός που του μίλησε σύντομα και κοπτά δεν ήταν ο Πέτρος, αλλά ο ίδιος προσφάτως δολοφονημένος άγνωστος. Δεν είχε ιδέα αν μπορούσε και ήθελε να διαχειριστεί ένα τέτοιο όγκο μυστηρίου και πληροφοριών. Η μόνη έξυπνη ιδέα που του ήρθε μεμιάς στο μυαλό ήταν να πάρει τον Πέτρο στον αριθμό που είχε και ο ίδιος στη διάθεση του.
Πατώντας το τηλέφωνο στη μνήμη, αναλογίστηκε για μια ακόμη φορά πως θα ήταν να είχε συμβιβαστεί με την ιδέα μιας συντηρητικής συμβίωσης, με τη νευρωτική Μαίρη και τη κόρη του. Η ασφάλεια είναι το πιο επικίνδυνο ναρκωτικό, σε βαλτώνει στη συνήθεια, ενώ παράλληλα σε σώζει από τη φρενήρη αστάθεια της αβεβαιότητας. Σάμπως όλοι οι άνθρωποι δεν ψάχνουν ένα ταίρι, αυτή την αποθέωση του δυικής φιλοσοφίας που μας έχει εμποτιστεί από τα παραμύθια και τη θρησκεία. Κι ακόμα όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως ακριβώς τα οραματιζόμασταν, τότε βλογάμε τα γένια μας προς χάριν της συνήθειας, πείθουμε τους εαυτούς μας ότι κάτι μας δένει, αποποιούμαστε κάθε φαντασίωση και πάθος στο βωμό της ιερής και σεπτής οικογένειας, για να φτάσουμε κάποια στιγμή σε μια ηλικία, πολλοί η αλήθεια είναι ότι δεν θα τη φτάσουν και ποτέ, που θα κάνουμε την επανάσταση μας κλαίγοντας για μια ζωή που έπρεπε να ζήσουμε και δεν το κάναμε. Στον τέταρτο χτύπο, ο ήχος του τηλεφωνητή έκανε το Φίλιππο για μια ακόμη φορά να προσγειωθεί στη πραγματικότητα, με τη φωνή του Πέτρου χαρωπή να επισημαίνει ότι, «Προφανώς δεν μπορώ να σας μιλήσω. Αν για οποιοδήποτε λόγο έχετε καημό να με βρείτε στείλτε sms ή αφήστε ένα μήνυμα μετά τον ήχο. Δεν ορκίζομαι ότι θα σας πάρω πίσω. Με αγάπη Νίκος».
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τα να νιώθεις τον κόσμο να καταρρέει γύρω σου. Αν η δομημένη μας πραγματικότητα, εκείνη που κατασκευάζουμε με την αντίληψη μας, αποδεικνύεται ένα μεγάλο παραμύθι, τότε οδεύουμε προς τη κατάρρευση τελικά και του ίδιου μας του εαυτού. Να τώρα που ο Φίλιππος, ο οποίος περίμενε να περάσει ένα ρομαντικό τριήμερο με τον άνθρωπο που είχε επιλέξει δίπλα του, να βρίσκεται να αναγνωρίζει άγνωστα πτώματα στην επαρχία, να λαμβάνει ανεξήγητα τηλεφωνήματα και να ανακαλύπτει ότι ο παράνομος ερωτάς του έχει άλλο όνομα. Δεν είχε ιδέα τι άλλο μπορεί να τον περίμενε.
Η ψύχρα στην ατμόσφαιρα ήταν πιο έντονη από ποτέ. Ειλικρινά είχε μετανιώσει που δεν είχε πάρει μαζί του μια ζακέτα ή κάτι τελοσπάντων και είχε μείνει με το κοντομάνικό. Τα δέντρα κουνιόντουσαν με τη φορά του ανέμου και ο σκούρος και συννεφιασμένος ουρανός λες και ήταν έτοιμος να αρχίσει πάλι να ρίχνει καρέκλες. Το βρεγμένο χώμα, η αγαπημένη μυρωδιά του Φιλίππου, συμπλήρωνε ένα σκηνικό που μόνο για μυστήριο δεν συνηγορούσε. Τελικά, η δόνηση στη τσέπη του τζην έκανε τον Φίλιππο να πεταχτεί από τη τρομάρα του.
- Πέτρο εσύ είσαι;
- Ναι.
- Είσαι καλά;
- Ας τα λέμε. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου.
- Σε πήρα πριν λίγο τηλέφωνο και βγήκε τηλεφωνητής. Είχες ποτέ τηλεφωνητή;
- Δεν είναι η ώρα να σου εξηγήσω. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι;
- Τουλάχιστον σε λένε Πέτρο;
- Δεν λέγονται αυτά από το τηλέφωνο. Έλα σε παρακαλώ!
- Δεν είμαι δίπλα … σε περίμενα στη καλύβα … η αστυνομία βρήκε ένα πτώμα.
- Σε παρακαλώ έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς…
Όταν κλείνει ένα τηλέφωνο απότομα, πολλά συναισθήματα μπορούν να σε κατακλύσουν: αγωνία, χαρά, λύπη, οργή, απορία ή ακόμα και θυμός. Ειλικρινά, αν ρωτούσε κανείς τον Φίλιππο τι ακριβώς ένιωθε αυτή τη στιγμή, δεν μπορούσε να δώσει απάντηση ούτε για τα πλούτη όλου του κόσμου, τόσο απροσδιόριστο ήταν το συναίσθημα. Περιθώρια επιλογής, βέβαια, δεν είχε και το μόνο που έστεκε ως επιτεταμένη λύση ήταν να συναντηθεί με τον Πέτρο και να ζητήσει επίμονα εξηγήσεις, ακόμη κι αν ο ίδιος αρνούταν να τις δώσει.
Η ώρα όταν μπήκε στο αμάξι του ήταν δώδεκα και μισή, η ημέρα ξημέρωνε Σάββατο και θα ήταν μάλλον το πιο περίπλοκο Σάββατο ολόκληρης της υπόλοιπής του ζωής.
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Η Ιστορία των Δύο - Δεύτερο Μέρος
Βασάνιζε το μυαλό του μήπως και μπορέσει να θυμηθεί το πρόσωπο που εμφανίστηκε κάτω από το λευκό σεντόνι. Μάταια όμως. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απολύτως. Ήταν σίγουρος ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δει τον άνθρωπο αυτόν. Λίγα λεπτά αργότερα, είχε πια σταματήσει να μακαρίζει την τύχη του που δεν ήταν ο Πέτρος στη θέση του πτώματος και είχε πάψει να αναρωτιέται γιατί ο φίλος του είχε αργήσει τόσο πολύ στο προκαθορισμένο ραντεβού τους, χωρίς μάλιστα να τον ειδοποιήσει πάρα μόνο με ένα σύντομο τηλεφώνημα που δεν εξηγούσε και πολλά…
Τώρα, καθόταν σε μια άβολη καρέκλα σε έναν στενό διάδρομο του Τμήματος και άκουγε το μπάτσο που του εξηγούσε ότι είχε βρεθεί μόνο το κινητό του θύματος και τίποτα άλλο. Έτσι κατάφεραν να εντοπίσουν τον Φίλιππο. Από ένα και μοναδικό στοιχείο: τον αριθμό του κινητού του στις εξερχόμενες κλήσεις της συσκευής αυτής. Μετά τη διασταύρωση του καλούμενου αριθμού, ο Φίλιππος συνειδητοποίησε βέβαια ότι ο άνθρωπος που κειτόταν τώρα νεκρός ήταν ο ίδιος που τον είχε πάρει τηλέφωνο λίγες ώρες πριν. Αυτό δεν μπόρεσε να το αρνηθεί. Εκείνο, όμως, που αρνήθηκε πεισματικά να καταθέσει ήταν τι ακριβώς του είπε το θύμα.
Ζήτησε να μείνει λίγο μόνος του να ηρεμήσει, να ξεθολώσει το μυαλό του απ’ όλα αυτά που συνέβησαν και από την εικόνα του μαχαιρωμένου στήθους του πτώματος. Έκλεισε τα μάτια του και όντως κατάφερε να μην το σκέφτεται, να μην το βλέπει το αποτρόπαιο αυτό θέαμα με τα εσωτερικά του μάτια. Είδε όμως τι συνέβη πριν από πέντε χρόνια ακριβώς., είδε πάλι τι τον ανάγκασε να τα βροντήξει όλα και να κάνει μια καινούρια αρχή στο μεταίχμιο των είκοσι πέντε του χρόνων. Με λίγα λόγια, έφερε στη μνήμη του την κουβέντα που είχε με το θύμα.
Εκείνο το βράδυ, η Μαίρη είχε πέσει νωρίς για ύπνο. Την βασάνιζαν έντονες ημικρανίες έλεγε και ήθελε να ξαπλώσει, όπως και έκανε αφού βεβαιώθηκε ότι η μικρή ήταν καλά σκεπασμένη στο διπλανό δωμάτιο. Ο Φίλιππος δε μπορούσε να κλείσει μάτι, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι για ώρα, υπέφερε πραγματικά και ήταν τσαντισμένος που δε μπορούσε να εκτονωθεί κάπου. Άλλη μια μέρα σκληρής δουλειάς από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα και στο σπίτι η ίδια κατάσταση με τη Μαίρη να τον αγνοεί επιδεικτικά για τρίτο συνεχή μήνα. Με τίποτα δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη στάση της. Το ήξερε ότι ήταν πολύ προσεκτικός και απέκλειε κάθε ενδεχόμενο να τον έχει καταλάβει…
Τελικά, υπέκυψε στην απίστευτη καύλα του, σηκώθηκε από το κρεβάτι αθόρυβα και αφού έκλεισε σιγά την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους, οδηγήθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού τους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε τον τελευταίο καιρό και ένιωθε ασφαλής με αυτά τα ωραία ηρεμιστικά χαπάκια που έπαιρνε η Μαιρούλα του για να λυτρωθεί από τους πονοκεφάλους της. Πόσο ευγνωμονούσε το γιατρό της αλήθεια! Γιάτρευε και τους δύο με μία μόνο συνταγή και χωρίς να το ξέρει μάλιστα. Μετά από λίγη ώρα κατάφερε να φτάσει στην κορύφωση λες και ήταν κανένα δεκαπεντάχρονο. Πόσο το απολάμβανε! Ήταν λες κι ο Αποστόλης ήταν εκεί ολοζώντανος, με σάρκα και οστά και του ικανοποιούσε κάθε του βίτσιο, κάθε του παρόρμηση. Ανάσταινε το νεκρό έφηβο στη στιγμή και έφερνε στο μυαλό του το γραμμωμένο του σώμα, τα μαύρα του μαλλιά, την σταρένια του επιδερμίδα ενώ οι παλινδρομικές κινήσεις του χεριού του τον βοηθούσαν να σωματοποιήσει το πάθος του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει έτσι στο παρελθόν όσο αυτές τις μοναχικές βραδιές στο μικρό του σαλόνι, που δεν ήταν βέβαια και τόσο μοναχικές, αφού η εικόνα του Αποστόλη ήταν εκεί πιο καθαρή από ποτέ, πιο διαυγής κι από τότε που πήγαιναν στο ίδιο σχολείο…
Τελειώνοντας τον κατέβαλε μια τρομερή υπνηλία, όπως συνέβαινε πάντα άλλωστε. Άπλωσε το ιδρωμένο του κορμί στον καναπέ και παραδόθηκε στο γαλήνιο ύπνο. Γαλήνιο;
- Σε θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;
- …
- Γιατί δεν μου απαντάς, ρε;
- …
- Γιατί δε μιλάς, ρε Αποστόλη;
- …
- Θέλω… θέλω να πηδηχτούμε εδώ και τώρα!
- …
- Τι είναι αυτά που μου λες, μωρέ;
- …
- Ααααα…
- …
- Άσε με να σε…
- Φίλιππε;
- Εεε;
- Φίλιππε, ξύπνα!
- Μαίρη, τι κάνεις εδώ;
Η Ιστορία των Δύο...
Καλή ανάγνωση λοιπόν!
Ακολουθεί το δικό μου (δεύτερο δηλαδή) κομμάτι της ιστορίας. Το πρώτο γράφτηκε από το φίλο Ζερο και θα το βρείτε αν πατήσετε πάνω στο ονοματάκι του! Φυσικά, πρέπει να το έχετε διαβάσει για να προχωρήσετε στα επόμενα!!
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Έχω ράματα για τη γούνα σου
Σήμερα.... 19:10 μ.μ.
- Μπορούμε να το κάνουμε και πάνω σε ένα τραπέζι, δεν θα μας πάρει πάνω από 15 λεπτά.
- Μισό λεπτό να το βγάλω έξω, γιατρέ, να έχετε και φως.
- Λοιπόν, πιάσ' την απ' το σβέρκο και κράτα την μέχρι να ετοιμάσω την ένεση για να την ναρκώσουμε.
- Κράτα την......
- ΝΙΑΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ..........
- Περιμένουμε δέκα λεπτάκια τώρα...
Γυρνάει σαν τρέλη... Τα πόδια της ναρκώνονται, πέφτει κάτω. Την πιάνω και την ανεβάζω στο τραπέζι. Πετάγομαι να πάρω μπενταντίν και οξυζενέ (ο γιατρός δεν είναι πολύ καλά προετοιμάσμενος για την περίσταση). Απολυμαίνει το σημείο και ξεκινάει σιγά σιγά το ράψιμο...
Η μέρα είναι πολύ ζεστή, ο όμορφος κήπος μας προφυλάσσει απο την βαρβαρότητα της παραλιακής λεωφόρου... Νομίζω ότι δεν θα αντέξω στη θέα του γιατρού να περνάει τα (διπλά αυτή τη φορά) ράματα. Μπαίνω μέσα. Σε λίγο έχει τελειώσει. Ένα ποτήρι παγωμένο νερό και πενήντα ευρωπουλάκια είναι η ανταμοιβή του.
- Θα περάσω την Κυριακή να της κάνω και μια ένεση με αντιβίωση.
(Κοιτάζω με απορία...)
- Καλά, μην φανταστείς κι απ' τα χαράματα! Θα τηλεφωνηθούμε. Έχω το κινητό σου.
Οι άνθρωποι που φεύγουν που λέγαμε σε παλαιότερο ποστ, δεν μου άφησαν μόνο ωραίες αναμνήσεις, αλλά και μια φρεσκοστειρωμένη γάτα που -η λυσσασμένη- δάγκωνε τα ράματά της και άνοιξε μια ωραιότατη τρυπούλα στην κοιλίτσα της. Δώστου ξανά ράματα (διπλά αυτή τη φορά όπως είπαμε!!).
Καλή ανάρρωση μωρό μου...........
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Η φιλανθρωπία του forward
The mother is 29 years old. Her baby girl by the name of Manuela has a
very rare disease and she needs to have an operation done but her
parents cannot afford to pay for the operation. That is where we ask
you to please help this little angel.
It you can send the mail to at least three people she will get 32 cents
per e-mail.
Please help this family.
Το έλαβα σήμερα το πρωί (μαζί με τις αντίστοιχες φωτογραφίες που δεν υπάρχει λόγος να αναρτήσω φυσικά), από μία συνάδελφο που συνηθίζει να στέλνει παρόμοια e-mails. Φυσικά, δεν ήταν το πρώτο τέτοιο e-mail που διάβαζα, αλλά βγήκα από τα ρούχα μου με το συγκεκριμένο, όχι εξαιτίας του περιεχομένου του... αλλά επειδή ένιωσα κάτι μέσα μου να επαναστατεί, σε σημείο που άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως ξαφνικά έγινα μισάνθρωπος. Εκεί τελικά κατέληξε το ανθρώπινο ενδιαφέρον, η συμπόνοια; Πατάμε το forward και γινόμαστε αυτομάτως καλύτεροι άνθρωποι; Όσες περισσότερες επαφές στο πεδίο "TO:" τόσο καλύτεροι γινόμαστε; Τι είναι αυτή η λούμπα που έχουμε πέσει μέσα πολλοί από μας; Ακόμα το σκέφτομαι. Είπα να το σκεφτούμε μαζί...
Κυριακή 27 Ιουνίου 2010
Η Βενεζουέλα εισβάλλει στο Ηρώδειο...
Όσοι πήγατε στο Ηρώδειο την περασμένη Τετάρτη, καταλάβατε περί τίνος πρόκειται...
Όσοι δεν ήσασταν εκεί, δείτε το βίδεο και ψάξτε να βρείτε κι άλλα. Ήταν απλά υπέροχα τα παιδιά... τα λόγια είναι φτωχά να περιγράψουν την ενέργεια και το πάθος τους.
Όταν φεύγουν άνθρωποι απ' τη ζωή σου...
Όταν τους πρωτοείδα, δε θα μπορούσα να πιστέψω ότι θα κάναμε παρέα, κι όμως κάναμε! Πολύ συμπαθητικά παιδιά και τα δύο, ήρθαν στα νότια προάστια για να είναι κοντά στη θάλασσα, που στην πατρίδα τους φυσικά δεν υπάρχει. Μάθανε ελληνικά (ειδικά με την κοπέλα μπορούσα να συζητήσω ακόμα και για θέματα πολύπλοκα που απαιτούσαν ειδικό λεξιλόγιο), ταξιδέψανε στην Ελλάδα, γνώρισαν το ελληνικό πανεπιστήμιο (δυστυχώς γι' αυτούς! Το φυσάνε και δεν κρυώνει...χιχιχιχι) και καλώς ή κακώς έγιναν και κομμάτι της δικής μου καθημερινότητας.
Τώρα ετοιμάζονται να φύγουν... Νομίζω ότι θα μου λείψουν... Δε μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να φεύγουν... με οποιοδήποτε τρόπο...ανθρώπους που τους νοιάζομαι... Αλλά μου θύμισαν μερικά πράγματα με την παρουσία τους. Μου θύμισαν ότι δεν έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με την εκπαίδευση και ότι μου αρέσει πάρα πολύ να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που προέρχονται από άλλες χώρες, πολιστισμούς, νοοτροπίες κτλ. κτλ. Εγώ μπορεί να τους έμαθα μόνο τάβλι, 5 λέξεις στα ελληνικά (βρισιές ως επί το πλέιστον) καιτα δρομολόγια των λεωφορείων, αλλά εκείνοι μου θύμισαν κάτι πολύ σημαντικότερο (χωρίς να το καταλάβουν βέβαια): ποτέ δεν είναι αργά για να ξανασκεφτείς τις επιλογές σου και να τις αλλάξεις. Όλα κινούνται, όλοι κινούνται, οι σκέψεις, οι επιλογές αλλάζουν... τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει σταθερό παρά μόνο οι αξίες, τα πιστεύω (ενίοτε) και οι σχέσεις που αγαπάμε.
Περιμένω τον επόμενο γείτονα (γειτόνισσα είναι νομίζω) και μένω με την ανάμνηση των συμπατριωτών του αγαπημένου μου Κούντερα... Ευτυχώς μου άφησαν δύο γάτες να μου τους θυμίζουν...και να τις ταίζω (ευτυχώς δεν είναι τέσσερις! Τις δύο τις πήραν μαζί τους στην Τσεχία!)
Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
Γιαούρτι από τον τόπο σου
Είναι λίγο παλιό το θεματάκι, αλλά το θυμήθηκα με αφορμή ένα γνωστό μου που παριστάνει τον τουρίστα στο κέντρο της Αθήνας. Αν το είχατε ακούσει, σίγουρα θα το θυμάστε το περιστατικό με τον παππού από τους Δελφούς που κατάντησε να καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι σε συσκευασία τούρκικου γιαουρτιού στα ράφια σκανδιναβικών σούπερ μάρκετ. Πού να το φανταστεί ο έρμος ότι η αφεντιά του (μαζί με όλα τα πατροπαράδοτα αξεσουάρ) θα φιγουράριζε πάνω στο στραγγιστό;
Το περιστατικό δεν έχει να μας πει τίποτα άλλο από το να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά! Ο καημένος ο παππούς πήγε να στηθεί να βγάλει μια φωτογραφία από την καλή του την καρδιά και είδατε τι έπαθε. Και σας ρωτώ. Πόσες φορές, ενώ βολτάρατε στο κέντρο, δεν άστραψε μπρος στα μάτια σας το φλας ενός γιαπωνέζικου νάνου; Πόσες φορές δεν χωθήκατε μπροστά από ανέμελους τουρίστες που απαθανάτιζαν την Ακροπολή προσπαθώντας να πετύχουν τον πιο καλό φωτισμό και το καλύτερο χαμόγελο;
Σίγουρα πολλές... Δεν περιμένω απάντηση.
Για ρίξτε μια γύρα σε σελίδες σουπέρ μάρκετ μπας και σας δούμε να σας καμαρώσουμε!
Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
Μας πήρε και μας σήκωσε.....
Το θυμήθηκα αυτό το τραγουδάκι και είπα να το μοιραστώ μαζί σας... Αισιόδοξο κι απαισιόδοξο μαζί... μου αρέσει αυτό το μείγμα. Όπως ακριβώς και η ζωή.... Γλυκόπικρη...
Enjoy.
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Ρακέτα ή διάβασμα????
"Κοίτα τη βλαμμένη ρε! Πρώτη φορά πιάνει στη ζωή της ρακέτα;"
"Ο άλλος ο μαλάκας νομίζει ότι ξέρει να παίζει και το μόνο που έχει καταφέρει είναι να μας γεμίσει άμμο... γκρρρρρρρρρρ"
Πόσες φορές όλοι μας έχουμε σκεφτεί τα παραπάνω σε μια εξόρμηση στην παραλία; Ο ένας πάνω στον άλλο, η πετσέτα δίπλα στην πετσέτα, υπομονή με το τσουβάλι και όλα αυτά για λίγες ώρες χαλάρωσης και ήλιο στις αμμουδίες που είχαν την ατυχία να βρέχουν την πρωτεύουσα...
Γιατί δεν κάνουμε την ζωή μας ευκολότερη; Ας αντισταθούμε σθεναρά στην δικτατορία της ρακέτας και στον επεκτατισμό της μπάλας θαλάσσης! Αν οι μισοί από αυτούς που έπαιζαν ρακέτες, διάβαζαν ένα βιβλίο, η ζωή όλων μας θα ήταν καλύτερη.
Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, σας δίνω μερικές ιδέες (ξέρω ότι πολλοί από σας, είστε με μια ρακέτα στο χέρι αυτές τις μέρες... παραδεχτείτε το).
Μυστήριο, χιούμορ, δράση, πολλή μουσική, γκέι έρωτες, μέντορας και μαθητής, και κάποιες σωστές παρατηρήσεις για το τέλος. Συν τοις άλλοις, είναι και χοντρό χοντρό, ό,τι πρέπει για να αποκρούσετε τις αστοχες μπαλιές....
Απλά υπέροχο... τα λόγια είναι περιττά όταν μιλάει η Άντελα Δημητρακάκη. Το εξώφυλλο και ο τίτλος λένε πολλά, αλλά οι σελίδες του βιβλίου ακόμα περισσότερα. Πολύ άμεσο, πολύ μοντέρνο, παράξενο, γρήγορο, γεμάτο ψυχή αυτό το βιβλίο.
Κλασικό κι αγαπημένο. Μια γλυκόπικρη γεύση θα σας αφήσει. Μπορεί να γράφτηκε πριν από 100 χρόνια περίπου, αλλά εμένα προσωπικά με άγγιξε, όχι μόνο γιατί είμαι γκέι, αλλά και γιατί είναι ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα που τα μεταδίδει τόσο ζωντανά που ζεις μαζί με τους ήρωες τον έρωτά τους, τις δυσκολίες τους, την συντριβή τους και... την ελπίδα τους.
Αν νομίζετε ότι ο τίτλος είναι τελείως κουκουρούκου, τότε έχετε απόλυτο δίκιο! Αν περιμένετε να καταλάβετε κάτι για το βιβλίο διαβάζοντας το οπισθόφυλλό του, τότε πλανάστε πλανην οικτρά... Αν θέλετε, όμως, να ξεραθείτε στα γέλια αψηφώντας τους διπλανούς λουόμενους που θα σας κοιτάνε σαν UFO, τότε δεν έχετε παρά να το διαβάσετε!
Και για τους πιο σοβαρούς της παρέας, έχουμε και Φιλιπ Ροθ. Το διάβασα πρόσφατα αυτό το βιβλίο. Ευτυχώς που έχει και επίμετρο και εξηγεί και κάποια πράγματα, αλλιώς θα είχα ξεχάσει κι αυτά που ξέρω από την ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου...!
Μεγάλος μαέστρος της πλοκής ο Ροθ, σε αυτό το βιβλίο μας μεταφέρει στην Αμερική του μεσοπολέμου (και του πολέμου) και, μέσα από τα μάτια ενός εβραιόπουλου (τα μάτια της παιδικής του ηλικίας), ζωγραφίζει το σκηνικό της Αμερικής και του ρατσισμού.
Ένα μεγάλο ΑΝ είναι όλη η υπόθεση, ένα μεγάλο πείραμα, που αποδεικνύεται ότι έχει πολύ ενδιαφέρον... Σ' αυτές τις περιπτώσεις, αξίζει να αναρωτηθούμε το "εάν"...
Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010
Γαμώ τους προγόνους μου, γαμώ!!
Σκέφτηκα ότι βασικά μοιραζόμαστε εμπειρίες, γεγονότα που μας συμβαίνουν και πιστευουμε ότι θα έπρεπε να τα ακούσει και κάποιος άλλος, ή που θα έκαναν κάποιον να γελάσει, να θαμπωθεί, να μάθει, να μας μάθει, να αναρωτηθεί και γενικά να προκύψει ένα συναίσθημα, μια αλληλεπίδραση βρε παιδί μου...
Μια μικρή μου εμπειρία, λοιπόν, θα αναρτήσω κι εγώ για αρχή.
Δυτική Γαλλία... Ιούλιος 2007...
Πέντε μήνες έχουν περάσει από τότε που άφησα την "πατρική στέγη" και ξενιτεύτηκα στο εξωτερικό για πρώτη φορά. Ωραία εμπειρία το να βρίσκεσαι μόνος σου, μακριά από τις περισσότερες σιγουριές που έχεις μάθει να σε περιτρυγιρίζουν (ξέρετε τώρα... έτοιμο φαγητό, σιδερωμένα πουκάμισα, κάποιος να σε ξυπνήσει όταν όλα τα ξυπνητήρια παραδίνονται στην άρνησή σου να σηκωθείς από το κρεβάτι και άλλα τέτοια).
Πέντε μήνες μετά, λοιπόν, έχω μάθει να ζω αρκετά ανεξάρτητος, αλλά δεν έχω καταφέρει να εκπληρώσω και τον απώτερο σκοπό μου εκείνη την περίοδο, να νιώσω δηλαδή ελεύθερος σαν gay, να γνωρίσω gay άτομα(μπορούσα εύκολα να το κάνω, αφού εκεί που δούλευα γνώρισα ένα παιδί που ήταν σίγουρα gay)...
Στους 5 μήνες λοιπόν, ο Pierre (ας πούμε ότι τον έλεγαν Pierre εκείνο το παιδί) με καλεί στη γιορτή που θα έκανε για τα γενέθλιά του. Την επόμενη μέρα ακριβώς θα άφηνα την πόλη αυτή και θα γύριζα στην Ελλάδα (οι βαλίτσες μου είναι ήδη έτοιμες, όταν πάω στο πάρτυ).
Στο σπίτι του επικρατεί ωραία ατμόσφαιρα, καθόμαστε στον κήπο μιας και ο καιρός έιναι με το μέρος μας και γινόμαστε όλο και περισσότεροι ώρα με την ώρα.
Το κέφι ανάβει, οι Γάλλοι εκεί στα δυτικά είναι γνωστοί για τις αλκοολικές τους τάσεις και τα μπουκάλια του κρασιού αρχίζουν να σχηματίζουν ένα μικρό σωρό σε μια γωνία της κουζίνας (αυτό δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά ήθελα να το γράψω, μου ταίριαζε...... έτσι κάνετε κι εσείς οι άλλοι bloggers άραγε;...).
Μετά από αρκετές ώρες ανεξέλεγκτης οινοποσίας, μπυροποσίας, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, έρχεται ένας Γάλλος που δεν μου είχε μιλήσει όλη το βράδυ και με ρωτάει πώς με λένε και τα σχετικά. Προλαβαίνει κάποιος και του εξηγεί ότι δεν είμαι Γάλλος, αλλά Έλληνας, φίλος και, μέχρι πρότινος, συνάδελφος του Pierre. Γουρλώνει τότε τα μάτια του εκείνος και μου δίνει την εντύπωση ότι θα ξεράσει πάνω μου ο τύπος...
Δεν κατάλαβα ότι η αντίδρασή του αυτή ξεκίνησε όταν άκουσε τις λέξεις "...de Grèce".
Γι' αυτό, ακόμα θυμάμαι αυτό που με ρώτησε, γι' αυτό γελάω ακόμα και καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που ΔΕΝ απάντησα "Bah, oui!...".
Τι με ρώτησε; Μα φυσικά: "Tu es homo?".
Αστείο φυσικά που έκανε όλους τους διπλανούς να ξεκαρδιστούν στα γέλια κι εμένα να αρχίσω να αναρωτιέμαι αν το πουκάμισο που φορούσα ήταν τελικά τόσο gay όσο πίστευα όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ελάχιστες ώρες νωρίτερα!
Τελικά άρχισα να γελάω κι εγώ κάπως αμήχανα και να φαντάζομαι πόσο πολύ θα ήθελα όντως να ήμουν εκείνη τη στιγμή στην αρχαία Ελλάδα, σε ένα συμπόσιο με άφθονο κρασί (έστω και νερωμένο), ωραίους άντρες στα διπλανά ανάκλιντρα και (ας πάει και το παλιάμπελο) μια σεβάσμια γερασμένη αδελφή να μας εξηγεί το μύθο του σπηλαίου χουφτώνοντας το κολαράκι του διπλανού τεκνού...
Ακόμα θυμάμαι εκείνο το περιστατικό και πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο που έγινε τη μέρα πριν φύγω από τη Γαλλία... Το ερώτημα είναι: Αν μου συνέβαινε τώρα κάτι ανάλογο τι θα σκεφτόμουνα ή πώς θα αντιδρούσα; :)